- Ομάριος
- Ὁμάριος, ὁ (Α)προσωνυμία τού Διός.[ΕΤΥΜΟΛ. Η προσωνυμία Ὁμάριος αντιστοιχεί στον αρχαιότερο τ. Ἁμάριος, επίθ. τού Διός ως προστάτη τών συνεδριάσεων τής Αχαϊκής Ομοσπονδίας, που οι αρχαίοι ταύτιζαν με τον Ὁμαγύριο Δία. Τόσο η προσωνυμία Ἁμάριος όσο και το ρ. που παραδίδει ο Ησύχ. «ἁμαρεῖνἀκολουθεῖν, πείθεσθαι» πρέπει να παράγονται από αμάρτυρο επίθ. *ἁμᾱρης ή *ἅμᾱρος (< ἅμα + ἀραρίσκω*, πρβλ. το επίθ. που παραδίδει ο Ησύχ. ἁμαρές) και συνδέονται με το επίρρ. ἁμαρτῆ και το ρ. ἁμαρτῶ (βλ. λ. ἁμαρτῆ). Ο τ. Ὁμάριος έχει σχηματιστεί από το Ἁμάριος, πιθ. κατ' επίδραση τού επιρρ. ὁμοῦ (πρβλ. ἁμαρτῶ: ὁμαρτῶ, ἁμαρτῆ: ὁμαρτῆ)βλ. και λ. ομαρτώ, όμηρος].
Dictionary of Greek. 2013.